λέμβαρχος: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(c2)
 
(6_15)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] ὁ, Befehlshaber eines [[λέμβος]], VLL. erkl. οἱ τοῖς ἐφολκίοις πλέοντες.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] ὁ, Befehlshaber eines [[λέμβος]], VLL. erkl. οἱ τοῖς ἐφολκίοις πλέοντες.
}}
{{ls
|lstext='''λέμβαρχος''': ὁ, ὁ [[κυβερνήτης]] λέμβου, ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «λέμβαρχοι· οἱ ἐφολκίοις πλέοντες».
}}
}}

Revision as of 09:19, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 28] ὁ, Befehlshaber eines λέμβος, VLL. erkl. οἱ τοῖς ἐφολκίοις πλέοντες.

Greek (Liddell-Scott)

λέμβαρχος: ὁ, ὁ κυβερνήτης λέμβου, ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «λέμβαρχοι· οἱ ἐφολκίοις πλέοντες».