λέμβαρχος

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

German (Pape)

[Seite 28] ὁ, Befehlshaber eines λέμβος, VLL. erkl. οἱ τοῖς ἐφολκίοις πλέοντες.

Greek (Liddell-Scott)

λέμβαρχος: ὁ, ὁ κυβερνήτης λέμβου, ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «λέμβαρχοι· οἱ ἐφολκίοις πλέοντες».

Greek Monolingual

ο (Α λέμβαρχος)
νεοελλ.
1. κυβερνήτης λέμβου
2. υπαξιωματικός ή ναύτης ο οποίος οδηγεί λέμβο πολεμικού πλοίου
3. ο διοικητής του λεμβαρχείου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «λέμβαρχοι
λιπόδερμοι
(καὶ οἱ ἐφολκίοις πλέοντες)».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -αρχος].