3,276,901
edits
(13_5) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] (s. [[κρούω]]), herunter-, niederschlagen, Hippocr. u. Sp.; mit einer Lanzette zerschlagen, die Haut schröpfen; bei Plat. Legg. VIII, 843 e von Bienen, ἐὰν ἐσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις, τῇ τῶν μελιττῶν ἡδονῇ ξυνεπόμενος καὶ κατακρούων [[οὕτως]] οἰκειῶται, die man durch das Schlagen kupferner Geräthe von einem Orte fort u. an sich lockt. – Bei Sp. betäuben, Poll. 8, 154. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] (s. [[κρούω]]), herunter-, niederschlagen, Hippocr. u. Sp.; mit einer Lanzette zerschlagen, die Haut schröpfen; bei Plat. Legg. VIII, 843 e von Bienen, ἐὰν ἐσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις, τῇ τῶν μελιττῶν ἡδονῇ ξυνεπόμενος καὶ κατακρούων [[οὕτως]] οἰκειῶται, die man durch das Schlagen kupferner Geräthe von einem Orte fort u. an sich lockt. – Bei Sp. betäuben, Poll. 8, 154. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατακρούω''': κρούων ὠθῶ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐμπηγνύω, τὸ [[πρέμνον]] πρὸς αὐτῇ τῇ γῇ κατάκρουσον Γεωπ. 10. 61· κ. τὸν λίθον μολύβδῳ ἢ λίθῳ Ἐπιγρ. Didenb. 542, 14. 2) κτυπῶν συμπυκνώνω, κτυπῶ δυνατά, ταῖς σπάθαις τὰ ὕφη Ἡσύχ.·- [[σχάζω]], τὰ οἰδήματα βαθύτερα καὶ πυκνότερα κατ. Ἱππ. 188G. 3) κτυπῶ χάλκινα σκεύη, κτλ., [[ὅπως]] προσελκύσω μελίσσας (καὶ σφετερισθῶ αὐτάς), διὰ τοῦ κρότου [[δελεάζω]] καὶ πρὸς ἐμαυτὸν [[ἕλκω]], ἐὰν τοὺς ἐσμοὺς τοὺς ἀλλοτρίους… κατακρούων [[οὕτως]] οἰκειῶται Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 4) πολὺ κροτῶ, ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», τοῖς μεγάλοις ψόφοις κατακρουόμενοι Βασίλ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η', 154· συνώνυμ. τοῦ καταθορυβεῖν. | |||
}} | }} |