Anonymous

κατακρούω: Difference between revisions

From LSJ
eksahir
(6_23)
(eksahir)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακρούω''': κρούων ὠθῶ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐμπηγνύω, τὸ [[πρέμνον]] πρὸς αὐτῇ τῇ γῇ κατάκρουσον Γεωπ. 10. 61· κ. τὸν λίθον μολύβδῳ ἢ λίθῳ Ἐπιγρ. Didenb. 542, 14. 2) κτυπῶν συμπυκνώνω, κτυπῶ δυνατά, ταῖς σπάθαις τὰ ὕφη Ἡσύχ.·- [[σχάζω]], τὰ οἰδήματα βαθύτερα καὶ πυκνότερα κατ. Ἱππ. 188G. 3) κτυπῶ χάλκινα σκεύη, κτλ., [[ὅπως]] προσελκύσω μελίσσας (καὶ σφετερισθῶ αὐτάς), διὰ τοῦ κρότου [[δελεάζω]] καὶ πρὸς ἐμαυτὸν [[ἕλκω]], ἐὰν τοὺς ἐσμοὺς τοὺς ἀλλοτρίους… κατακρούων [[οὕτως]] οἰκειῶται Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 4) πολὺ κροτῶ, ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», τοῖς μεγάλοις ψόφοις κατακρουόμενοι Βασίλ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η', 154· συνώνυμ. τοῦ καταθορυβεῖν.
|lstext='''κατακρούω''': κρούων ὠθῶ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐμπηγνύω, τὸ [[πρέμνον]] πρὸς αὐτῇ τῇ γῇ κατάκρουσον Γεωπ. 10. 61· κ. τὸν λίθον μολύβδῳ ἢ λίθῳ Ἐπιγρ. Didenb. 542, 14. 2) κτυπῶν συμπυκνώνω, κτυπῶ δυνατά, ταῖς σπάθαις τὰ ὕφη Ἡσύχ.·- [[σχάζω]], τὰ οἰδήματα βαθύτερα καὶ πυκνότερα κατ. Ἱππ. 188G. 3) κτυπῶ χάλκινα σκεύη, κτλ., [[ὅπως]] προσελκύσω μελίσσας (καὶ σφετερισθῶ αὐτάς), διὰ τοῦ κρότου [[δελεάζω]] καὶ πρὸς ἐμαυτὸν [[ἕλκω]], ἐὰν τοὺς ἐσμοὺς τοὺς ἀλλοτρίους… κατακρούων [[οὕτως]] οἰκειῶται Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 4) πολὺ κροτῶ, ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», τοῖς μεγάλοις ψόφοις κατακρουόμενοι Βασίλ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η', 154· συνώνυμ. τοῦ καταθορυβεῖν.
}}
{{eles
|esgtx=[[golpear]]
}}
}}