εὐμενής: Difference between revisions

6_7
(13_7_2)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1080.png Seite 1080]] ές ([[μένος]]), gut gesinnt, <b class="b2">wohlwollend</b>, bes. von den Göttern, <b class="b2">gnädig</b>, θεοί Xen. Hell. 6, 4, 2; [[ἦτορ]] H. h. 21, 7; Κ ρονίδαι Pind. P. 2, 25; [[τύχη]], [[νοῦς]], Ol. 14, 16 P. 8, 19; εὐμενὴς ὁ Λύκειος ἔστω πάσᾳ νεολαίᾳ Aesch. Suppl. 669 u. oft; ὑμῖν δ' ἂν εἴη [[δῆμος]] εὐμενέστερος 483; von Sachen, ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον Spt. 250; Σπερχειὸς ἄρδει [[πεδίον]] εὐμενεῖ ποτῷ Pers. 479; wie νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳ Spt. 17; so Soph. u. Eur.; τὰ σφάγια δέξαι ταῖς γυναιξὶν [[εὐμενής]] Ar. Lys. 204; καὶ [[ἵλεως]] Plat. Phaedr. 257 a u. oft (wie Theocr. 5, 18); μετὰ τύχης εὐμενοῦς Legg. VII, 813 a; σύμμαχοι Rep. III, 416 b, wohlwollende, treue Bundesgenossen, wie Xen. u. A.; παρέσχετε τ ὴν γῆν εὐμενῆ ἐναγωνίσασθαι τοῖς Ἕλλησιν Thuc. 2, 74; πρὸς πᾶσαν φιλοσοφίαν Plut. Lucull. 42; – τὸ τῶν θεῶν εὐμενές, = [[εὔνοια]], Dem. 4, 45. – Von Heilmitteln, die einen wohlthätigen Einfluß auf Etwas ausüben, <b class="b2">heilsam</b>, zuträglich, Hippocr. u. a. Medic.; Plut.; ähnlich ἡ τραχεῖα ὁδὸς τοῖς ποσὶν ἀμαχεὶ ἰοῦσιν εὐμενεστέρα ἢ ὁμαλὴ τὰς κεφαλὰς βαλλομένοις, bequemer, Xen. An. 4, 6, 12. – Adv. εὐμενῶς, θεὸς εὐμ. προσδέρκεται Aesch. Ag. 926; [[ἡδέως]] καὶ εὐμ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο Plat. Phaed. 89 a; ἀκούειν Rep. X, 607 d u. A.; εὐμενεστέρως διατεθῆναι Isocr. 4, 43; εὐμενέστερον, Eur. Hel. 1298 u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1080.png Seite 1080]] ές ([[μένος]]), gut gesinnt, <b class="b2">wohlwollend</b>, bes. von den Göttern, <b class="b2">gnädig</b>, θεοί Xen. Hell. 6, 4, 2; [[ἦτορ]] H. h. 21, 7; Κ ρονίδαι Pind. P. 2, 25; [[τύχη]], [[νοῦς]], Ol. 14, 16 P. 8, 19; εὐμενὴς ὁ Λύκειος ἔστω πάσᾳ νεολαίᾳ Aesch. Suppl. 669 u. oft; ὑμῖν δ' ἂν εἴη [[δῆμος]] εὐμενέστερος 483; von Sachen, ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον Spt. 250; Σπερχειὸς ἄρδει [[πεδίον]] εὐμενεῖ ποτῷ Pers. 479; wie νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳ Spt. 17; so Soph. u. Eur.; τὰ σφάγια δέξαι ταῖς γυναιξὶν [[εὐμενής]] Ar. Lys. 204; καὶ [[ἵλεως]] Plat. Phaedr. 257 a u. oft (wie Theocr. 5, 18); μετὰ τύχης εὐμενοῦς Legg. VII, 813 a; σύμμαχοι Rep. III, 416 b, wohlwollende, treue Bundesgenossen, wie Xen. u. A.; παρέσχετε τ ὴν γῆν εὐμενῆ ἐναγωνίσασθαι τοῖς Ἕλλησιν Thuc. 2, 74; πρὸς πᾶσαν φιλοσοφίαν Plut. Lucull. 42; – τὸ τῶν θεῶν εὐμενές, = [[εὔνοια]], Dem. 4, 45. – Von Heilmitteln, die einen wohlthätigen Einfluß auf Etwas ausüben, <b class="b2">heilsam</b>, zuträglich, Hippocr. u. a. Medic.; Plut.; ähnlich ἡ τραχεῖα ὁδὸς τοῖς ποσὶν ἀμαχεὶ ἰοῦσιν εὐμενεστέρα ἢ ὁμαλὴ τὰς κεφαλὰς βαλλομένοις, bequemer, Xen. An. 4, 6, 12. – Adv. εὐμενῶς, θεὸς εὐμ. προσδέρκεται Aesch. Ag. 926; [[ἡδέως]] καὶ εὐμ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο Plat. Phaed. 89 a; ἀκούειν Rep. X, 607 d u. A.; εὐμενεστέρως διατεθῆναι Isocr. 4, 43; εὐμενέστερον, Eur. Hel. 1298 u. A.
}}
{{ls
|lstext='''εὐμενής''': -ές, ([[μένος]]) ὡς καὶ νῦν, [[καλῶς]] διατεθειμένος, εὔνους, [[ἀγαθός]], τινι, [[πρός]] τινα, ἐπὶ τῆς καρδίας, Χαῖρε, Ποσείδαον γαιήοχε... εὐμενὲς [[ἦτορ]] ἔχων Ὁμ. Ὕμν. 22. 7 (οὐχὶ ἐν Ἰλ. [[οὔτε]] ἐν τῇ Ὀδ.), ἐπὶ τῶν θεῶν, εὐμενέσσι... παρὰ Κρονίδαις Πινδ. Π. 2. 45· εὐμενὴς δ’ ὁ Λύκειος ἔστω Αἰσχύλ. Ἱκ. 686, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 2· ἵλεως καὶ εὐμενὴς ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 2, Θεόκρ. 5. 18· [[Ἑρμῆς]] Συλλ. Ἐπιγρ. 4767· [[Ζεὺς]] 7367e, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 175, Ἀγ. 516, Ἱκ. 488, Σοφ. Ἀντ. 212, κτλ.· εὐμ. [[πρός]] τι, [[καλῶς]] διατεθειμένος [[πρός]] τι, Πλουτ. Λούκουλλ. 42· τὸ εὐμενές = [[εὐμένεια]], Πλάτ. Νόμ. 792Ε, Δημ. 53. 6· [[ξεῖνος]] δὲ ξείνῳ... εὐμενέστατον πάντων Ἡρόδ. 7. 237. 3) ἐπὶ ἐνεργειῶν, τόπων, κλ., εὐμενεῖ τύχᾳ, νόῳ Πινδ. Ο. 14. 24, Π. 8. 25· εὐμ. [[ὀλολυγμός]], σημαίνων εὔνοιαν, [[φιλικός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 268· γῆ εὐμ. ἐναγωνίσασθαι, εὐνοϊκὴ [[ὅπως]] ἀγωνισθῇ τις ἐν αὐτῇ, Θουκ. 2. 74· ἐπὶ τοῦ ὕδατος ποταμοῦ, [[εὐεργετικός]], Σπερχειὸς ἄρδει [[πεδίον]] εὐμενεῖ ποτῷ Αἰσχύλ. Πέρσ. 487· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, [[ἤπιος]], [[μαλακός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 6· [[οὕτως]] ἐπὶ φαρμάκων, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· ἐπὶ ὁδοῦ, [[εὔκολος]], ὡς τὸ [[εὐμαρής]], Ξεν. Ἀν. 4. 6, 12. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, Ἰων. -έως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 952, Πλάτ. Φαίδων 89Α, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1275, κλ. - Συγκρ. -έστερον Εὐρ. Ἑλ. 1298, Πλάτ. Νόμ. 718D: [[ὡσαύτως]] -εστέρως Ἰσοκρ. 49Β, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 1: - Ὑπερθετ. -έστατα Θ. Στουδ. 379C· -εστάτως Ἰω. Δαμασκ. Ἐπιστ. πρὸς Θεόφ. σ. 142.
}}
}}