3,277,637
edits
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐμενής''': -ές, ([[μένος]]) ὡς καὶ νῦν, [[καλῶς]] διατεθειμένος, εὔνους, [[ἀγαθός]], τινι, [[πρός]] τινα, ἐπὶ τῆς καρδίας, Χαῖρε, Ποσείδαον γαιήοχε... εὐμενὲς [[ἦτορ]] ἔχων Ὁμ. Ὕμν. 22. 7 (οὐχὶ ἐν Ἰλ. [[οὔτε]] ἐν τῇ Ὀδ.), ἐπὶ τῶν θεῶν, εὐμενέσσι... παρὰ Κρονίδαις Πινδ. Π. 2. 45· εὐμενὴς δ’ ὁ Λύκειος ἔστω Αἰσχύλ. Ἱκ. 686, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 2· ἵλεως καὶ εὐμενὴς ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 2, Θεόκρ. 5. 18· [[Ἑρμῆς]] Συλλ. Ἐπιγρ. 4767· [[Ζεὺς]] 7367e, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 175, Ἀγ. 516, Ἱκ. 488, Σοφ. Ἀντ. 212, κτλ.· εὐμ. [[πρός]] τι, [[καλῶς]] διατεθειμένος [[πρός]] τι, Πλουτ. Λούκουλλ. 42· τὸ εὐμενές = [[εὐμένεια]], Πλάτ. Νόμ. 792Ε, Δημ. 53. 6· [[ξεῖνος]] δὲ ξείνῳ... εὐμενέστατον πάντων Ἡρόδ. 7. 237. 3) ἐπὶ ἐνεργειῶν, τόπων, κλ., εὐμενεῖ τύχᾳ, νόῳ Πινδ. Ο. 14. 24, Π. 8. 25· εὐμ. [[ὀλολυγμός]], σημαίνων εὔνοιαν, [[φιλικός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 268· γῆ εὐμ. ἐναγωνίσασθαι, εὐνοϊκὴ [[ὅπως]] ἀγωνισθῇ τις ἐν αὐτῇ, Θουκ. 2. 74· ἐπὶ τοῦ ὕδατος ποταμοῦ, [[εὐεργετικός]], Σπερχειὸς ἄρδει [[πεδίον]] εὐμενεῖ ποτῷ Αἰσχύλ. Πέρσ. 487· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, [[ἤπιος]], [[μαλακός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 6· [[οὕτως]] ἐπὶ φαρμάκων, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· ἐπὶ ὁδοῦ, [[εὔκολος]], ὡς τὸ [[εὐμαρής]], Ξεν. Ἀν. 4. 6, 12. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, Ἰων. -έως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 952, Πλάτ. Φαίδων 89Α, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1275, κλ. - Συγκρ. -έστερον Εὐρ. Ἑλ. 1298, Πλάτ. Νόμ. 718D: [[ὡσαύτως]] -εστέρως Ἰσοκρ. 49Β, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 1: - Ὑπερθετ. -έστατα Θ. Στουδ. 379C· -εστάτως Ἰω. Δαμασκ. Ἐπιστ. πρὸς Θεόφ. σ. 142. | |lstext='''εὐμενής''': -ές, ([[μένος]]) ὡς καὶ νῦν, [[καλῶς]] διατεθειμένος, εὔνους, [[ἀγαθός]], τινι, [[πρός]] τινα, ἐπὶ τῆς καρδίας, Χαῖρε, Ποσείδαον γαιήοχε... εὐμενὲς [[ἦτορ]] ἔχων Ὁμ. Ὕμν. 22. 7 (οὐχὶ ἐν Ἰλ. [[οὔτε]] ἐν τῇ Ὀδ.), ἐπὶ τῶν θεῶν, εὐμενέσσι... παρὰ Κρονίδαις Πινδ. Π. 2. 45· εὐμενὴς δ’ ὁ Λύκειος ἔστω Αἰσχύλ. Ἱκ. 686, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 2· ἵλεως καὶ εὐμενὴς ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 2, Θεόκρ. 5. 18· [[Ἑρμῆς]] Συλλ. Ἐπιγρ. 4767· [[Ζεὺς]] 7367e, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 175, Ἀγ. 516, Ἱκ. 488, Σοφ. Ἀντ. 212, κτλ.· εὐμ. [[πρός]] τι, [[καλῶς]] διατεθειμένος [[πρός]] τι, Πλουτ. Λούκουλλ. 42· τὸ εὐμενές = [[εὐμένεια]], Πλάτ. Νόμ. 792Ε, Δημ. 53. 6· [[ξεῖνος]] δὲ ξείνῳ... εὐμενέστατον πάντων Ἡρόδ. 7. 237. 3) ἐπὶ ἐνεργειῶν, τόπων, κλ., εὐμενεῖ τύχᾳ, νόῳ Πινδ. Ο. 14. 24, Π. 8. 25· εὐμ. [[ὀλολυγμός]], σημαίνων εὔνοιαν, [[φιλικός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 268· γῆ εὐμ. ἐναγωνίσασθαι, εὐνοϊκὴ [[ὅπως]] ἀγωνισθῇ τις ἐν αὐτῇ, Θουκ. 2. 74· ἐπὶ τοῦ ὕδατος ποταμοῦ, [[εὐεργετικός]], Σπερχειὸς ἄρδει [[πεδίον]] εὐμενεῖ ποτῷ Αἰσχύλ. Πέρσ. 487· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, [[ἤπιος]], [[μαλακός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 6· [[οὕτως]] ἐπὶ φαρμάκων, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· ἐπὶ ὁδοῦ, [[εὔκολος]], ὡς τὸ [[εὐμαρής]], Ξεν. Ἀν. 4. 6, 12. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, Ἰων. -έως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 952, Πλάτ. Φαίδων 89Α, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1275, κλ. - Συγκρ. -έστερον Εὐρ. Ἑλ. 1298, Πλάτ. Νόμ. 718D: [[ὡσαύτως]] -εστέρως Ἰσοκρ. 49Β, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 1: - Ὑπερθετ. -έστατα Θ. Στουδ. 379C· -εστάτως Ἰω. Δαμασκ. Ἐπιστ. πρὸς Θεόφ. σ. 142. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />bienveillant, bon : εὐμενὴς [[πρός]] [[τι]] bien disposé pour qch ; τὸ εὐμενές la bienveillance ; <i>en gén.</i> facile, commode : [[γῆ]] εὐμενὴς ἐναγωνίσασθαι THC terre favorable pour un combat;<br /><i>Cp.</i> εὐμενέστερος, <i>Sp.</i> εὐμενέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μένος]]. | |||
}} | }} |