ἐπίπτωσις: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίπτωσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιπίπτω]]) τὸ πίπτειν εἴς τινα, αἱ τῶν κλήρων... ἐπιπτώσεις Πλούτ. 2. 740D· τὸ κατὰ τύχην γινόμενον, [[σύμπτωσις]], Θεαγ. παρὰ Στοβ. 9. 21· κατὰ ἐπίπτωσιν καὶ συντυχίαν Στράβ. 102.
|lstext='''ἐπίπτωσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιπίπτω]]) τὸ πίπτειν εἴς τινα, αἱ τῶν κλήρων... ἐπιπτώσεις Πλούτ. 2. 740D· τὸ κατὰ τύχην γινόμενον, [[σύμπτωσις]], Θεαγ. παρὰ Στοβ. 9. 21· κατὰ ἐπίπτωσιν καὶ συντυχίαν Στράβ. 102.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de survenir à, τινι ; hasard, chance : κατ’ ἐπίπτωσιν par hasard.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπίπτω]].
}}
}}