ἐπίπτωσις

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπτωσις Medium diacritics: ἐπίπτωσις Low diacritics: επίπτωσις Capitals: ΕΠΙΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: epíptōsis Transliteration B: epiptōsis Transliteration C: epiptosis Beta Code: e)pi/ptwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A onslaught, αἰφνίδιον ποιεῖσθαι τὴν ἐ. J.AJ18.9.2.
2. fallingupon, φωνῆς ἐπὶ μίαν τάσιν Nicom.Harm.12.
b. falling over the forehead, τριχῶν Antyll. ap. Orib.44.8.1.
3. falling to one, κλήρων Plu.2.74od (pl.).
b. chance, ἐ. τυχική Phld.Rh.1.211S., cf. Theag. ap.Stob.3.1.117, Str.2.3.7.

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, das Darauffallen, der Zufall, Theages Stob. fl. 1, 67; κατὰ ἐπίπτωσιν καὶ συντυχίαν Strab. II, 102; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de survenir à, τινι ; hasard, chance : κατ' ἐπίπτωσιν par hasard.
Étymologie: ἐπιπίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπτωσις: -εως, ἡ, (ἐπιπίπτω) τὸ πίπτειν εἴς τινα, αἱ τῶν κλήρων... ἐπιπτώσεις Πλούτ. 2. 740D· τὸ κατὰ τύχην γινόμενον, σύμπτωσις, Θεαγ. παρὰ Στοβ. 9. 21· κατὰ ἐπίπτωσιν καὶ συντυχίαν Στράβ. 102.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπτωσις: εως ἡ
1 падение, выпадение (τῶν κλήρων Plut.);
2 случай, случайность: κατ᾽ ἐπίπτωσιν Plut. случайно.