ἐπίπτωσις
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A onslaught, αἰφνίδιον ποιεῖσθαι τὴν ἐ. J.AJ18.9.2.
2. fallingupon, φωνῆς ἐπὶ μίαν τάσιν Nicom.Harm.12.
b. falling over the forehead, τριχῶν Antyll. ap. Orib.44.8.1.
3. falling to one, κλήρων Plu.2.74od (pl.).
b. chance, ἐ. τυχική Phld.Rh.1.211S., cf. Theag. ap.Stob.3.1.117, Str.2.3.7.
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, das Darauffallen, der Zufall, Theages Stob. fl. 1, 67; κατὰ ἐπίπτωσιν καὶ συντυχίαν Strab. II, 102; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de survenir à, τινι ; hasard, chance : κατ' ἐπίπτωσιν par hasard.
Étymologie: ἐπιπίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπτωσις: -εως, ἡ, (ἐπιπίπτω) τὸ πίπτειν εἴς τινα, αἱ τῶν κλήρων... ἐπιπτώσεις Πλούτ. 2. 740D· τὸ κατὰ τύχην γινόμενον, σύμπτωσις, Θεαγ. παρὰ Στοβ. 9. 21· κατὰ ἐπίπτωσιν καὶ συντυχίαν Στράβ. 102.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπτωσις: εως ἡ
1 падение, выпадение (τῶν κλήρων Plut.);
2 случай, случайность: κατ᾽ ἐπίπτωσιν Plut. случайно.