3,274,917
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντᾰγωνίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι: Ι. ὡς ἀποθ., [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, τινί, ἰδίως ἐν πολέμῳ, Ἡρόδ. 5.109. Θουκ. 6. 72, Ξεν., κτλ., ἀν. ταῖς παρασκευαῖς τινος Δημ. 1078.11. 2) [[καθόλου]], [[ἀγωνίζομαι]], διαφιλονεικῶ [[πρός]] τινα, τινὶ Θουκ. 3. 38· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 29. 12· οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι, οἱ διάδικοι ἢ ἀντίδικοι ἐν δίκῃ τινί, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 27. 3) ἀπολ., [[ἀνταγωνίζομαι]] [[περί]] τινος πράγματος, οὐκ ἀνταγωνίζονται περὶ χρημάτων Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 6. ΙΙ. ὡς παθ., τίθεμαι [[ἐναντίον]] τινὸς ὡς [[ἀντίπαλος]], καὶ [[ὄψις]] δὲ [[ὁπόταν]] ἀνταγωνίζηται διακόνῳ... κινητικὸν γίγνεται Ξεν. Οἰκ. 10. 12. | |lstext='''ἀντᾰγωνίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι: Ι. ὡς ἀποθ., [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, τινί, ἰδίως ἐν πολέμῳ, Ἡρόδ. 5.109. Θουκ. 6. 72, Ξεν., κτλ., ἀν. ταῖς παρασκευαῖς τινος Δημ. 1078.11. 2) [[καθόλου]], [[ἀγωνίζομαι]], διαφιλονεικῶ [[πρός]] τινα, τινὶ Θουκ. 3. 38· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 29. 12· οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι, οἱ διάδικοι ἢ ἀντίδικοι ἐν δίκῃ τινί, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 27. 3) ἀπολ., [[ἀνταγωνίζομαι]] [[περί]] τινος πράγματος, οὐκ ἀνταγωνίζονται περὶ χρημάτων Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 6. ΙΙ. ὡς παθ., τίθεμαι [[ἐναντίον]] τινὸς ὡς [[ἀντίπαλος]], καὶ [[ὄψις]] δὲ [[ὁπόταν]] ἀνταγωνίζηται διακόνῳ... κινητικὸν γίγνεται Ξεν. Οἰκ. 10. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἀντηγωνιζόμην, <i>f.</i> ἀνταγωνιοῦμαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> lutter les armes à la main contre, τινι ; <i>en gén.</i> lutter <i>ou</i> disputer contre, τινι ; [[οἱ]] ἀνταγωνιζόμενοί [[τι]] XÉN les parties adverses dans un procès;<br /><b>2</b> jouer un rôle (tragique) en face d’un autre acteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀγωνίζομαι]]. | |||
}} | }} |