δεινόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_17)
 
(8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεινόμορφος''': -ον, ἔχων δεινὴν μορφήν, Βυζ.
|lstext='''δεινόμορφος''': -ον, ἔχων δεινὴν μορφήν, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[δεινόμορφος]] -ον (Μ)<br />όποιος έχει [[μορφή]] φοβερή.
}}
}}

Latest revision as of 07:03, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

δεινόμορφος: -ον, ἔχων δεινὴν μορφήν, Βυζ.

Greek Monolingual

δεινόμορφος -ον (Μ)
όποιος έχει μορφή φοβερή.