δεινόμορφος

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek (Liddell-Scott)

δεινόμορφος: -ον, ἔχων δεινὴν μορφήν, Βυζ.

Greek Monolingual

δεινόμορφος -ον (Μ)
όποιος έχει μορφή φοβερή.