καριδάριον: Difference between revisions

19
(6_22)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾱρῑδάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[καρίς]], Ἀναξανδρίδης ἐν «Λυκούργῳ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke˙ - [[ὡσαύτως]] κᾱρίδιον, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 15.
|lstext='''κᾱρῑδάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[καρίς]], Ἀναξανδρίδης ἐν «Λυκούργῳ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke˙ - [[ὡσαύτως]] κᾱρίδιον, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[καριδάριον]], τὸ (Α)<br />(υποκορ. του [[καρίς]]) μικρή [[γαρίδα]], [[γαριδάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυν</i>-<i>άριον</i>, <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>)].
}}
}}