Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καριδάριον

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾱρῑδάριον Medium diacritics: καριδάριον Low diacritics: καριδάριον Capitals: ΚΑΡΙΔΑΡΙΟΝ
Transliteration A: karidárion Transliteration B: karidarion Transliteration C: karidarion Beta Code: karida/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of καρίς, Anaxandr.27 (anap.):—also καρίδιον, τό, Arist.HA547b17.

German (Pape)

[Seite 1327] τό, dim. von καρίς, Anaxandrid. bei Ath. III, 105 f.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱρῑδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ καρίς, Ἀναξανδρίδης ἐν «Λυκούργῳ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke· - ὡσαύτως κᾱρίδιον, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 15.

Greek Monolingual

καριδάριον, τὸ (Α)
(υποκορ. του καρίς) μικρή γαρίδα, γαριδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, -ίδος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυνάριον, παιδάριον)].