γαλακτοθρέμμων: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(big3_9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γᾰλακτοθρέμμων''': ἴδε ἐν λ. γαλατοθρ-. | |lstext='''γᾰλακτοθρέμμων''': ἴδε ἐν λ. γαλατοθρ-. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(γᾰλακτοθρέμμων) -ον<br />[[nutrido con leche]] paród. χύτραν ... νεογενοῦς ποίμνης ... γαλακτοθρέμμονα ... εἴδη κύουσαν Antiph.55.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 21 August 2017
English (LSJ)
A v. γαλακοθρ-.
German (Pape)
[Seite 471] ον, milchgenährt, Antiphan. bei Ath. X, 449 b, wo Dind. u. Mein. des Metrums wegen γαλατοθρεμμων conj.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτοθρέμμων: ἴδε ἐν λ. γαλατοθρ-.
Spanish (DGE)
(γᾰλακτοθρέμμων) -ον
nutrido con leche paród. χύτραν ... νεογενοῦς ποίμνης ... γαλακτοθρέμμονα ... εἴδη κύουσαν Antiph.55.4.