γαλακτοθρέμμων
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
v. γαλακοθρέμμων.
Spanish (DGE)
(γᾰλακτοθρέμμων) -ον
nutrido con leche paród. χύτραν ... νεογενοῦς ποίμνης ... γαλακτοθρέμμονα ... εἴδη κύουσαν Antiph.55.4.
German (Pape)
[Seite 471] ον, milchgenährt, Antiphan. bei Ath. X, 449 b, wo Dind. u. Mein. des Metrums wegen γαλατοθρεμμων conj.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτοθρέμμων: ἴδε ἐν λ. γαλατοθρ-.