συναγορεύω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνᾰγορεύω''': (ὁ ἐν χρήσει μέλλων εἷναι συνερῶ, ἀόρ. [[συνεῖπον]], πρκμ. συνείρηκα). Ἀπὸ κοινοῦ [[ἀγορεύω]], συνηγορῶ, μετά τινος περὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] πράγματος, ξ. τί τινι Θουκ. 7. 49· τι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21, Πλούτ., κλπ.· μετ’ ἀπαρ., σ. ποιεῖν τι Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20· ἐπιφερομένης προτάσεως διὰ τοῦ ὡς, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 2, 24. 2) ἀπὸ κοινοῦ [[συμβουλεύω]], τινί, ἀντίθετ. τῷ [[ἀντιλέγω]], Λυσί. 122. 23. 3) σ. τινί, ὁμιλῶ μετά τινος ἢ ὑπέρ τινος ἐπὶ προσώπου, [[ὑποστηρίζω]], [[ὑπερασπίζω]] τινά, Θουκ. 6. 6., 8. 84, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 16, κτλ. ― Παθ., βάλλω τινὰ νὰ συνηγορήσῃ [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ, Πλούτ. 2. 841Ε. 4) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., σ. τινὸς [[σωτηρία]] Δημ. 194. 22· σ. νόμῳ Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 3. 20· τῇ συμμαχίᾳ [[αὐτόθι]] 24· ταῖς ἐπιθυμίαις Ἰσοκρ. 82C· σ. τοῖς λεγομένοις, συναινεῖν ἢ συμφωνεῖν τοῖς λεγομένοις, ὁ αὐτ. 69Β.
|lstext='''συνᾰγορεύω''': (ὁ ἐν χρήσει μέλλων εἷναι συνερῶ, ἀόρ. [[συνεῖπον]], πρκμ. συνείρηκα). Ἀπὸ κοινοῦ [[ἀγορεύω]], συνηγορῶ, μετά τινος περὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] πράγματος, ξ. τί τινι Θουκ. 7. 49· τι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21, Πλούτ., κλπ.· μετ’ ἀπαρ., σ. ποιεῖν τι Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20· ἐπιφερομένης προτάσεως διὰ τοῦ ὡς, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 2, 24. 2) ἀπὸ κοινοῦ [[συμβουλεύω]], τινί, ἀντίθετ. τῷ [[ἀντιλέγω]], Λυσί. 122. 23. 3) σ. τινί, ὁμιλῶ μετά τινος ἢ ὑπέρ τινος ἐπὶ προσώπου, [[ὑποστηρίζω]], [[ὑπερασπίζω]] τινά, Θουκ. 6. 6., 8. 84, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 16, κτλ. ― Παθ., βάλλω τινὰ νὰ συνηγορήσῃ [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ, Πλούτ. 2. 841Ε. 4) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., σ. τινὸς [[σωτηρία]] Δημ. 194. 22· σ. νόμῳ Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 3. 20· τῇ συμμαχίᾳ [[αὐτόθι]] 24· ταῖς ἐπιθυμίαις Ἰσοκρ. 82C· σ. τοῖς λεγομένοις, συναινεῖν ἢ συμφωνεῖν τοῖς λεγομένοις, ὁ αὐτ. 69Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συναγορεύσω, <i>ao.2</i> [[συνεῖπον]], <i>pf.</i> [[συνείρηκα]];<br />parler d’accord avec :<br /><b>1</b> soutenir l’opinion de, parler en faveur de : τινι de qqn <i>ou</i> de qch ; [[τι]] pour qch ; τινί [[τι]] soutenir une opinion avec qqn ; avec un inf. <i>ou</i> avec [[ὡς]] : soutenir l’avis que <i>ou</i> de;<br /><b>2</b> prendre la défense de ; <i>Pass.</i> être défendu <i>ou</i> soutenu par qqn;<br /><b>3</b> aider à dire, tomber d’accord, attester.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀγορεύω]].
}}
}}