εὔσαρκος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔσαρκος''': -ον, (σὰρξ) ἔχων καλὰς σάρκας, εὐσώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1249, Ξεν. Λακ. 5. 8. κλ.· ἐπὶ κρέατος, κρανίων μέρη εὔσαρκα, πλήρη σαρκός, Ἄμφις ἐν «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ.» 1: ― ἀντιτίθεται δὲ ὁτὲ μὲν τῷ [[σαρκώδης]], ὀτὲ δὲ τῷ ἄσαρκος, Γαλην.
|lstext='''εὔσαρκος''': -ον, (σὰρξ) ἔχων καλὰς σάρκας, εὐσώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1249, Ξεν. Λακ. 5. 8. κλ.· ἐπὶ κρέατος, κρανίων μέρη εὔσαρκα, πλήρη σαρκός, Ἄμφις ἐν «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ.» 1: ― ἀντιτίθεται δὲ ὁτὲ μὲν τῷ [[σαρκώδης]], ὀτὲ δὲ τῷ ἄσαρκος, Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />charnu, qui a de l’embonpoint.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σάρξ]].
}}
}}