εὔσαρκος
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
English (LSJ)
εὔσαρκον, (σάρξ) fleshy, in good condition, Hp. Aph.4.7, X.Lac.5.8, Arist.HA583a9, Phld.Mort.30, etc.; of meat, Amphis 16; opp. σαρκώδης on the one hand, and ἄσαρκος on the other, Gal.6.30.
German (Pape)
[Seite 1097] sehr fleischig, wohlbeleibt, im Ggstze zum magern, Aesch. 1, 41; Xen. Lac. 5, 8; Arist. probl. 1, 34 u. Sp. Davon
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
charnu, qui a de l'embonpoint.
Étymologie: εὖ, σάρξ.
Russian (Dvoretsky)
εὔσαρκος: мясистый, полный (εὔχροός τε καὶ εὔ. Xen.; διὰ τὴν εὐτροφίαν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔσαρκος: -ον, (σὰρξ) ἔχων καλὰς σάρκας, εὐσώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1249, Ξεν. Λακ. 5. 8. κλ.· ἐπὶ κρέατος, κρανίων μέρη εὔσαρκα, πλήρη σαρκός, Ἄμφις ἐν «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ.» 1: ― ἀντιτίθεται δὲ ὁτὲ μὲν τῷ σαρκώδης, ὀτὲ δὲ τῷ ἄσαρκος, Γαλην.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔσαρκος, -ον)
νεοελλ.
πολύσαρκος, ευτραφής, παχουλός
μσν.
συμμετρικός στο σώμα
μσν.-αρχ.
αυτός του οποίου το σώμα βρίσκεται σε καλή κατάσταση
αρχ.
(για κρέας) καλής ποιότητας, χωρίς περιττά λίπη και κόκαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σαρκος (< σαρξ), πρβλ. λιπόσαρκος, παχύσαρκος].
Greek Monotonic
εὔσαρκος: -ον (σάρξ), παχύσαρκος, σαρκώδης, αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, παχουλός, γεμάτος, σε Ξεν.