τριφαής: Difference between revisions

From LSJ

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source
(6_8)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐφαής''': -ές, τριπλοῦν ἐκπέμπων φῶς, [[τριλαμπής]], Συνεσίου Ὕμν. 2. 26.
|lstext='''τρῐφαής''': -ές, τριπλοῦν ἐκπέμπων φῶς, [[τριλαμπής]], Συνεσίου Ὕμν. 2. 26.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Μ<br />αυτός που εκπέμπει τριπλό φως, που έχει [[τριπλή]] [[αίγλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]] «φως»), <b>πρβλ.</b> <i>ἑπτα</i>-<i>φαής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρῐφαής: -ές, τριπλοῦν ἐκπέμπων φῶς, τριλαμπής, Συνεσίου Ὕμν. 2. 26.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που εκπέμπει τριπλό φως, που έχει τριπλή αίγλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φαής (< φάος «φως»), πρβλ. ἑπτα-φαής].