3,274,903
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονᾰχός''': -ή, -όν, ([[μόνος]]) ὡς καὶ νῦν, [[μόνος]], [[μοναχός]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9., 12. 2, Διόδ. 2. 58· ― παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφεῦσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τοῖς ἐπιρρημ. τύποις μοναχῇ, -χοῦ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[μοναχός]], ὁ μονάζων, [[καλόγηρος]], Ἀνθ. Π. 11. 384, Ἀθαν. Ι, 532Α, ΙΙ, 865Β, C, Βασίλ. IV, 348Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1350Α, κλ. | |lstext='''μονᾰχός''': -ή, -όν, ([[μόνος]]) ὡς καὶ νῦν, [[μόνος]], [[μοναχός]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9., 12. 2, Διόδ. 2. 58· ― παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφεῦσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τοῖς ἐπιρρημ. τύποις μοναχῇ, -χοῦ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[μοναχός]], ὁ μονάζων, [[καλόγηρος]], Ἀνθ. Π. 11. 384, Ἀθαν. Ι, 532Α, ΙΙ, 865Β, C, Βασίλ. IV, 348Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1350Α, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />seul, unique, simple.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]]. | |||
}} | }} |