λεπτόσωμος: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(6_17) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτόσωμος''': -ον, ἔχων [[λεπτὸν]] ἢ ἰσχνὸν [[σῶμα]], Εὐστ. 1288. 40. | |lstext='''λεπτόσωμος''': -ον, ἔχων [[λεπτὸν]] ἢ ἰσχνὸν [[σῶμα]], Εὐστ. 1288. 40. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[λεπτόσωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λεπτό]] [[σώμα]], [[λεπτοφυής]], [[ισχνός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] κορακόμορφων πτηνών<br /><b>2.</b> <b>ανθρωπολ.</b> [[άτομο]] που χαρακτηρίζεται από [[λεπτοσωμία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τον αέρα) αυτός που έχει αραιή [[σύσταση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with thin or taper body, Eust. 1288.40.
German (Pape)
[Seite 31] mit dünnem Leibe, Eust. 1288, 40.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόσωμος: -ον, ἔχων λεπτὸν ἢ ἰσχνὸν σῶμα, Εὐστ. 1288. 40.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λεπτόσωμος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό σώμα, λεπτοφυής, ισχνός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. βοτ. γένος κορακόμορφων πτηνών
2. ανθρωπολ. άτομο που χαρακτηρίζεται από λεπτοσωμία
μσν.
(για τον αέρα) αυτός που έχει αραιή σύσταση.