λεπτόσωμος

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόσωμος Medium diacritics: λεπτόσωμος Low diacritics: λεπτόσωμος Capitals: ΛΕΠΤΟΣΩΜΟΣ
Transliteration A: leptósōmos Transliteration B: leptosōmos Transliteration C: leptosomos Beta Code: lepto/swmos

English (LSJ)

λεπτόσωμον, with thin or taper body, Eust. 1288.40.

German (Pape)

[Seite 31] mit dünnem Leibe, Eust. 1288, 40.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόσωμος: -ον, ἔχων λεπτὸν ἢ ἰσχνὸν σῶμα, Εὐστ. 1288. 40.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λεπτόσωμος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό σώμα, λεπτοφυής, ισχνός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. βοτ. γένος κορακόμορφων πτηνών
2. ανθρωπολ. άτομο που χαρακτηρίζεται από λεπτοσωμία
μσν.
(για τον αέρα) αυτός που έχει αραιή σύσταση.