προφυράω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προφῡράω''': ζυμώνω πρότερον· [[ὅπως]] ἐν τῷ παθ., [[μᾶζα]] προφυρηθεῖσα Ἱπππ. 355. 26 ΙΙ. μεταφορ., προπεφύραται [[λόγος]], ὁ [[λόγος]] ἔχει ἤδη συζυμωθῇ, παρασκευασθῇ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 462· κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστί, παρεσκευασμένον, «μαγειρευμένον» δι’ ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 75.
|lstext='''προφῡράω''': ζυμώνω πρότερον· [[ὅπως]] ἐν τῷ παθ., [[μᾶζα]] προφυρηθεῖσα Ἱπππ. 355. 26 ΙΙ. μεταφορ., προπεφύραται [[λόγος]], ὁ [[λόγος]] ἔχει ἤδη συζυμωθῇ, παρασκευασθῇ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 462· κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστί, παρεσκευασμένον, «μαγειρευμένον» δι’ ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 75.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />pétrir d’avance <i>ou</i> auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φυράω]].
}}
}}