προφυράω
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
A knead beforehand:—Pass., μᾶζα προφυρηθεῖσα Hp. Vict.2.40; also, to be steeped beforehand, οἴνῳ, ὕδατι, Thphr. De Odoribus 23.
II metaph., προπεφύραται λόγος the speech is all ready concocted, Ar.Av.462; ἔστιν κακόν μοι προπεφυραμένον there's a mischief ready brewed for me, Id.Th.75.
German (Pape)
[Seite 798] vorher einrühren; Hippocr. u. Sp.; Ar. Av. 462 übertr., προπεφύραται λόγος, die Rede ist im voraus eingerührt, und Thesm. 75, κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστίν, es ist mir ein Unglück eingerührt, bereitet.
French (Bailly abrégé)
προφυρῶ :
pétrir d'avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, φυράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-φυράω vooraf kneden; pass..; μᾶζα προφυρηθεῖσα tevoren gekneed gerstebrood Hp. Vict. 2.40; overdr.. προπεφύραται λόγος εἷς μοι een bijzondere speech is door mij van tevoren door en door gekneed Aristoph. Av. 462.
Russian (Dvoretsky)
προφῡράω: досл. заранее месить, перен. подготовлять (ἔστιν κακόν μοι μέγα τι προπεφυραμένον Arph.): προπεφύραται λόγος Arph. речь уже готова.
Greek Monotonic
προφῡράω: μέλ. -ήσω, ανακατεύω ή ζυμώνω από πριν· μεταφ. στην Παθ., προπεφύραται λόγος, ο λόγος είναι παρασκευασμένος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προφῡράω: ζυμώνω πρότερον· ὅπως ἐν τῷ παθ., μᾶζα προφυρηθεῖσα Ἱπππ. 355. 26 ΙΙ. μεταφορ., προπεφύραται λόγος, ὁ λόγος ἔχει ἤδη συζυμωθῇ, παρασκευασθῇ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 462· κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστί, παρεσκευασμένον, «μαγειρευμένον» δι’ ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 75.
Middle Liddell
fut. ήσω
to mix up or knead beforehand: metaph. in Pass., προπεφύραται λόγος the speech is all ready concocted or brewed, Ar.