προοιμιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(6_2)
 
(Bailly1_4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''προοιμιάζω''': [[προοιμιάζομαι]], ἰδὲ [[προοιμιάζομαι]] ἐν τελ.
|lstext='''προοιμιάζω''': [[προοιμιάζομαι]], ἰδὲ [[προοιμιάζομαι]] ἐν τελ.
}}
{{bailly
|btext=<i>d’ord. au Moy.</i> [[προοιμιάζομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

προοιμιάζω: προοιμιάζομαι, ἰδὲ προοιμιάζομαι ἐν τελ.

French (Bailly abrégé)

d’ord. au Moy. προοιμιάζομαι.