παλίμπορος: Difference between revisions

30
(6_17)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίμπορος''': -ον, ὁ [[ὀπίσω]] πορευόμενος, Νόνν. Δ. 2. 247, Ὀππ. Ἁλ. 4. 529.
|lstext='''πᾰλίμπορος''': -ον, ὁ [[ὀπίσω]] πορευόμενος, Νόνν. Δ. 2. 247, Ὀππ. Ἁλ. 4. 529.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλίμπορος]], -ον (Α)<br />αυτός που πορεύεται [[προς]] τα [[πίσω]], αυτός που επιστρέφει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] (<b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>πορος</i>)].
}}
}}