παλίμπορος
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
παλίμπορον, going back, φυγή Tim.Pers. 174, cf. Opp.H.4.529, Nonn. D. 2.247.
German (Pape)
[Seite 449] zurückgehend, -reisend, den Weg noch einmal machend, Nonn. D. 2, 247 u. öfter; entgegengehend, Opp. Hal. 4, 529.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμπορος: -ον, ὁ ὀπίσω πορευόμενος, Νόνν. Δ. 2. 247, Ὀππ. Ἁλ. 4. 529.
Greek Monolingual
παλίμπορος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πόρος (πρβλ. εύπορος)].