παλίμπορος

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμπορος Medium diacritics: παλίμπορος Low diacritics: παλίμπορος Capitals: ΠΑΛΙΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: palímporos Transliteration B: palimporos Transliteration C: palimporos Beta Code: pali/mporos

English (LSJ)

παλίμπορον, going back, φυγή Tim.Pers. 174, cf. Opp.H.4.529, Nonn. D. 2.247.

German (Pape)

[Seite 449] zurückgehend, -reisend, den Weg noch einmal machend, Nonn. D. 2, 247 u. öfter; entgegengehend, Opp. Hal. 4, 529.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπορος: -ον, ὁ ὀπίσω πορευόμενος, Νόνν. Δ. 2. 247, Ὀππ. Ἁλ. 4. 529.

Greek Monolingual

παλίμπορος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πόρος (πρβλ. εύπορος)].