κραταιγύαλος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρᾰταιγύᾰλος''': -ον, (ἴδε κραταιὸς) ἔχων ἰσχυρὰ γύαλα, (γύαλα δὲ τὰ κοιλώματα), [[ἰσχυρός]], θώρηκες Ἰλ. Τ. 361.
|lstext='''κρᾰταιγύᾰλος''': -ον, (ἴδε κραταιὸς) ἔχων ἰσχυρὰ γύαλα, (γύαλα δὲ τὰ κοιλώματα), [[ἰσχυρός]], θώρηκες Ἰλ. Τ. 361.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux membres robustres, <i>càd</i> aux pièces fortement assujetties.<br />'''Étymologie:''' [[κράτος]], [[γύαλον]].
}}
}}