κραταιγύαλος

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταιγύᾰλος Medium diacritics: κραταιγύαλος Low diacritics: κραταιγύαλος Capitals: ΚΡΑΤΑΙΓΥΑΛΟΣ
Transliteration A: krataigýalos Transliteration B: krataigyalos Transliteration C: krataigyalos Beta Code: krataigu/alos

English (LSJ)

[ῠ], ον<, with strong γύαλα, strongly arched, θώρηκες Il.19.361.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux membres robustres, càd aux pièces fortement assujetties.
Étymologie: κράτος, γύαλον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραταιγύαλος -ον [κράτος, γύαλον] met sterke platen (van een pantser).

German (Pape)

mit starken Höhlungen (κραταιός, γύαλον), θώρηκες, Il. 19.360.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰταιγύᾰλος: состоящий из крепких выпуклых половин, т. е. крепкий, прочный (θώρηκες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταιγύᾰλος: -ον, (ἴδε κραταιὸς) ἔχων ἰσχυρὰ γύαλα, (γύαλα δὲ τὰ κοιλώματα), ἰσχυρός, θώρηκες Ἰλ. Τ. 361.

English (Autenrieth)

with strong breastplates, Il. 19.361†. (See cut No. 55.)

Greek Monolingual

κραταιγύαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, ισχυρός («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + γύαλον «ημιθωράκιο»].

Greek Monotonic

κρᾰταιγύᾰλος: -ον (γύαλον), αυτός που έχει ισχυρό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κρᾰται-γύᾰλος, ον γύαλον
with strong plates, Il.