πανηγυρίζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰνηγῠρίζω''': πανήγυριν ἄγω ἢ συντελῶ, [[πανηγυρίζω]], ὡς καὶ νῦν, ἢ [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς δημοσίαν πανήγυριν, πανηγυρίζουσι πανηγύρις ἐς Νούβαστιν πόλιν, ἑορτάζουσιν, Ἡρόδ. 2. 59· [[Ὀλύμπια]] καὶ [[Κάρνεια]] π. Πλούτ. 2. 873Ε· [[πανηγυρίζω]] ἐς πόλιν, [[ἀπέρχομαι]] εἰς πόλιν τινὰ [[ὅπως]] παραστῶ κατὰ τὴν πανήγυριν, Ἡρῳδιαν. 1. 9· [[καθόλου]], διασκεδάζω, τέρπομαι, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 1· ― [[συχνάζω]] εἰς ἀγοράς, Ἀππ. Καρχηδ. 116. ΙΙ. ἐκφωνῶ ἐπίτηδες συντεταγμένον λόγον ἐνώπιον δημοσίας πανηγύρεως, ἐκφωνῶ λόγον πανηγυρικόν, Ἰσοκρ. 85Α, Πλούτ. 2. 802Ε. 2) Παθ., ἠχῶ ἑορταστικῶς, ἐπὶ αὐλῶν κλπ., Ἡρακλείδ. Ἀλληλ. Ὁμ. 9.
|lstext='''πᾰνηγῠρίζω''': πανήγυριν ἄγω ἢ συντελῶ, [[πανηγυρίζω]], ὡς καὶ νῦν, ἢ [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς δημοσίαν πανήγυριν, πανηγυρίζουσι πανηγύρις ἐς Νούβαστιν πόλιν, ἑορτάζουσιν, Ἡρόδ. 2. 59· [[Ὀλύμπια]] καὶ [[Κάρνεια]] π. Πλούτ. 2. 873Ε· [[πανηγυρίζω]] ἐς πόλιν, [[ἀπέρχομαι]] εἰς πόλιν τινὰ [[ὅπως]] παραστῶ κατὰ τὴν πανήγυριν, Ἡρῳδιαν. 1. 9· [[καθόλου]], διασκεδάζω, τέρπομαι, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 1· ― [[συχνάζω]] εἰς ἀγοράς, Ἀππ. Καρχηδ. 116. ΙΙ. ἐκφωνῶ ἐπίτηδες συντεταγμένον λόγον ἐνώπιον δημοσίας πανηγύρεως, ἐκφωνῶ λόγον πανηγυρικόν, Ἰσοκρ. 85Α, Πλούτ. 2. 802Ε. 2) Παθ., ἠχῶ ἑορταστικῶς, ἐπὶ αὐλῶν κλπ., Ἡρακλείδ. Ἀλληλ. Ὁμ. 9.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> célébrer une fête nationale (<i>propr.</i> en assemblée générale) : [[ἐς]] πόλιν HDT se rendre dans une Cité pour une fête nationale ; <i>p. ext.</i> se divertir, se recréer;<br /><b>2</b> prononcer un éloge public dans une fête nationale.<br />'''Étymologie:''' [[πανήγυρις]].
}}
}}