πανηγυρίζω

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνηγῠρίζω Medium diacritics: πανηγυρίζω Low diacritics: πανηγυρίζω Capitals: ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΩ
Transliteration A: panēgyrízō Transliteration B: panēgyrizō Transliteration C: panigyrizo Beta Code: panhguri/zw

English (LSJ)

A celebrate or attend a public festival, πανηγύριας π. keep holy-days, Hdt.2.59; Ὀλύμπια καὶ Κάρνεια π. Plu.2.873e; τὴν τῶν ἐπινικίων ἡμέραν POxy.705.35 (iii A. D.): abs., PSI4.374.15 (iii B. C.); π. ἐς πόλιν go to a city to attend a festival, Hdn.1.9.2: metaph., enjoy oneself, Alex.219.17, Ael.VH13.1.
2 frequent fairs or markets, App.Pun.116.
II later, make a set speech in a public assembly, deliver a panegyric, Isoc.5.13, Plu.2.802e.
2 Pass., sound as at a festival, of flutes, etc., Heraclit.All.9.

German (Pape)

[Seite 459] eine πανήγυρις bilden, in derselben sein, sowohl ein Volksfest feiern, wie Her. 2, 59, πανηγύρις πανηγυρίζειν, u. zwar εἰς πόλιν, sich zu dem Feste in die Stadt begeben, als auch eine Rede in einer festlichen Volksversammlung halten, vorzugsweise eine feierliche Lobrede halten, vgl. Poll. 4, 31; so Isocr. 5, 13 u. Sp., wie Plut. öfter. – In allgemeiner Bdtg, sich vergnügen, scheint es Ael. V. H. 13, 1 zu gebrauchen, καὶ παρῆν τῇ τε ἄλλῃ πανηγυρίζειν καὶ κατὰ τὴν εὐωδίαν ἑστιᾶσθαι. – Bei App. Pun. 116 = Handel treiben.

French (Bailly abrégé)

1 célébrer une fête nationale (propr. en assemblée générale) : ἐς πόλιν HDT se rendre dans une Cité pour une fête nationale ; p. ext. se divertir, se recréer;
2 prononcer un éloge public dans une fête nationale.
Étymologie: πανήγυρις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανηγυρίζω [πανήγυρις] een festival vieren; met acc. v. h. inw. obj.: πανηγυρίζουσι... πανηγύριας... συχνάς zij vieren talrijke feesten Hdt. 2.59.1. een feestrede uitspreken.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνηγῠρίζω:
1 справлять всенародные празднества панегиреи (πανηγύρις - ион. acc. pl. - ἐς Βούβαστιν πόλιν τῇ Ἀρτέμιδι Her.);
2 праздновать, торжественно справлять (Ὀλύμπια καὶ Κάρνεια Plut.);
3 произносить похвальное слово в торжественном собрании Isocr., Plut.

Greek Monolingual

Α δ. γρφ. πανηγυράζω και πανηγηριάζω, ΝΜΑ πανήγυρις
παίρνω μέρος σε πανήγυρη, μετέχω σε ομαδική εορτή, γιορτάζω
νεοελλ.
1. εκδηλώνω τη χαρά μου για κάποιο σημαντικό γεγονός με ενθουσιώδη τρόπο, γιορτάζω θριαμβευτικά και επιδεικτικά («θα πανηγυρίσουμε την επιτυχία του στις εξετάσεις»)
μσν.-αρχ.
μτφ. ευφραίνομαι, τέρπομαι, διασκεδάζω
αρχ.
1. συχνάζω σε αγορές, σε πανηγύρια ή σε εμποροπανηγύρεις
2. εκφωνώ πανηγυρικό λόγο ενώπιον πλήθους ανθρώπων, σε πάνδημη συγκέντρωση λαού
3. παθ. πανηγυρίζομαι
(για αυλούς) ηχώ χαρμόσυνα, γιορταστικά.

Greek Monotonic

πᾰνηγῠρίζω: μέλ. -σω, γιορτάζω ή παρακολουθώ γιορτή, πανήγυρις πανηγυρίζω, τηρώ τις αργίες των δημοσίων εορτών, γιορτάζω, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνηγῠρίζω: πανήγυριν ἄγω ἢ συντελῶ, πανηγυρίζω, ὡς καὶ νῦν, ἢ λαμβάνω μέρος εἰς δημοσίαν πανήγυριν, πανηγυρίζουσι πανηγύρις ἐς Νούβαστιν πόλιν, ἑορτάζουσιν, Ἡρόδ. 2. 59· Ὀλύμπια καὶ Κάρνεια π. Πλούτ. 2. 873Ε· πανηγυρίζω ἐς πόλιν, ἀπέρχομαι εἰς πόλιν τινὰ ὅπως παραστῶ κατὰ τὴν πανήγυριν, Ἡρῳδιαν. 1. 9· καθόλου, διασκεδάζω, τέρπομαι, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 1· ― συχνάζω εἰς ἀγοράς, Ἀππ. Καρχηδ. 116. ΙΙ. ἐκφωνῶ ἐπίτηδες συντεταγμένον λόγον ἐνώπιον δημοσίας πανηγύρεως, ἐκφωνῶ λόγον πανηγυρικόν, Ἰσοκρ. 85Α, Πλούτ. 2. 802Ε. 2) Παθ., ἠχῶ ἑορταστικῶς, ἐπὶ αὐλῶν κλπ., Ἡρακλείδ. Ἀλληλ. Ὁμ. 9.

Middle Liddell

πᾰνηγῠρίζω, fut. -σω
to celebrate or attend a festival, πανηγύρις π. to keep holy-days, Hdt.