Anonymous

κάρσιος: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_4)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάρσιος''': -α, -ον, [[πλάγιος]], Ἡσύχ., Σουΐδ.· ἀλλὰ πιθαν. εὔχρηστον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις [[ἐγκάρσιος]], ἐπικάρσιος.
|lstext='''κάρσιος''': -α, -ον, [[πλάγιος]], Ἡσύχ., Σουΐδ.· ἀλλὰ πιθαν. εὔχρηστον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις [[ἐγκάρσιος]], ἐπικάρσιος.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάρσιος]], -ία, -ον (Α)<br />[[πλάγιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καρσίως</i> (Α)<br />πλαγίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υστερογενής τ. που προέρχεται από [[επικάρσιος]], κατ' [[απόσπαση]]].
}}
}}