κάρσιος

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρσιος Medium diacritics: κάρσιος Low diacritics: κάρσιος Capitals: ΚΑΡΣΙΟΣ
Transliteration A: kársios Transliteration B: karsios Transliteration C: karsios Beta Code: ka/rsios

English (LSJ)

α, ον, crosswise, Hsch. Adv. καρσίως Suid.; cf. ἐγκάρσιος.

German (Pape)

[Seite 1329] schräg, schief, πλάγιος, Hesych.; im Gebrauch scheinen nur die compp. ἐγκάρσιος u. ἐπικάρσιος gewesen zu sein.

Greek (Liddell-Scott)

κάρσιος: -α, -ον, πλάγιος, Ἡσύχ., Σουΐδ.· ἀλλὰ πιθαν. εὔχρηστον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἐγκάρσιος, ἐπικάρσιος.

Greek Monolingual

κάρσιος, -ία, -ον (Α)
πλάγιος.
επίρρ...
καρσίως (Α)
πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. που προέρχεται από επικάρσιος, κατ' απόσπαση].