διερευνάω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διερευνάω''': ἐρευνῶ, [[ἐξετάζω]] ἀκριβῶς, Πλάτ. Σοφ. 241Β, κτλ.· συχνὸν [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Φαίδωνι 78Α, Πολ. 368C, κτλ.
|lstext='''διερευνάω''': ἐρευνῶ, [[ἐξετάζω]] ἀκριβῶς, Πλάτ. Σοφ. 241Β, κτλ.· συχνὸν [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Φαίδωνι 78Α, Πολ. 368C, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />chercher partout avec soin, explorer, fouiller soigneusement;<br /><i><b>Moy.</b></i> διερευνάομαι-ῶμαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐρευνάω]].
}}
}}