διερευνάω

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερευνάω Medium diacritics: διερευνάω Low diacritics: διερευνάω Capitals: ΔΙΕΡΕΥΝΑΩ
Transliteration A: diereunáō Transliteration B: diereunaō Transliteration C: dierevnao Beta Code: diereuna/w

English (LSJ)

track down, Pl.Sph.241b; search, examine, CPHerm. 8ii5 (ii A. D.), Jul.Or.7.222c, etc.:—freq. in Med., Pl.Phd. 78a, Mx. 240b, Onos.6.7, Plu.Them.10, etc.; δ. τί ἐστὶν ἑκάτερον Pl.R. 368c:—Pass., Plb.14.2.1.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. διεραυν- Didym.Gen.233.20, PMasp.166.22, 167.34 (ambos VI d.C.)
1 examinar a fondo, investigar, explorar αὐτόν Pl.Sph.241b, τι Epicur.Fr.[34.31] 20, τὰ λεγόμενα Plb.14.3.7, τὰ περὶ τοὺς τόπους Plb.5.5.15, τὰς βουλάς LXX Sap.6.3, ἕκαστα Ph.1.382, τοὺς τῶν χρημάτων ἀναλογισμούς I.BI 2.18, cf. Aesop.27, 74, πάντα τὰ ἐμὰ δικαιώματα PMasp.167.34, c. interr. indir. διεραυνῆσαι εἰ ... PMasp.166.22, en v. pas. οὐ ... ἂν ἐπακολουθήσειε λόγῳ διερευνωμένῳ; ¿no podría seguir un argumento examinado a fondo? Pl.Tht.168e, cf. Epicr.10.5, τῷ δὲ Σκιπίωνι πάντα διηρεύνητο Plb.14.2.1
en v. med. mism. sent. πάντας Pl.Phd.78a, cf. Clidem. uel Clitodem.21, Didym.l.c., τὸ λεληθός el sentido oculto de los mitos, Iul.Or.7.222c, c. interr. indir. τί τέ ἐστιν ἑκάτερον Pl.R.368c, cf. Charito 3.9.5, abs. ἄλλους προόδους διερευνωμένους προηγεῖσθαι mandar delante otros exploradores que hagan la exploración X.Eq.Mag.4.5.
2 concr. examinar, registrar οἰκίαν D.H.4.57, τοὺς προσίοντας, μή τις ἔχοι σίδηρον D.Chr.6.38
tb. en v. med. τὴν χώραν Pl.Mx.240b.
3 interrogar μὴ διερεύνω μ' ὦ πόλις Orác. en ITralleis 1.7 (II/III d.C.).

French (Bailly abrégé)

διερευνῶ :
chercher partout avec soin, explorer, fouiller soigneusement;
Moy. διερευνάομαι, διερευνῶμαι m. sign.
Étymologie: διά, ἐρευνάω.

German (Pape)

durchspüren, durchforschen, Pol. 14.3.7; καθάπερ κυσὶν ἰχνευούσαις διερευνητέον Plat. Legg. II.654e; pass., Theaet. 168e. – Häufiger im med., χώραν Plat. Menex. 240b; Soph. 236d und Sp., wie Plut. Them. 10.

Russian (Dvoretsky)

διερευνάω: тж. med. тщательно исследовать, рассматривать (τι Plat., Arst., Polyb., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διερευνάω: ἐρευνῶ, ἐξετάζω ἀκριβῶς, Πλάτ. Σοφ. 241Β, κτλ.· συχνὸν ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Φαίδωνι 78Α, Πολ. 368C, κτλ.

Greek Monotonic

διερευνάω: μέλ. -ήσω, ερευνώ ενδελεχώς, εξετάζω εξονυχιστικά, σε Πλάτ.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to search through, examine closely, Plat.: also in Mid., Plat.