3,251,689
edits
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡνιοχεία''': ἡ, τὸ ὁδηγεῖν ἅρμα, τὸ [[ἔργον]] τοῦ ἡνιόχου, Πλάτ. Γοργ. 516Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Νόμ. 795Α· ἡν. ἁρμάτων Ἡρῳδιαν. 1. 13, 17· - [[καθόλου]], [[κυβέρνησις]], [[διοίκησις]], τῆς μηχανῆς Πλούτ. 2. 966F. | |lstext='''ἡνιοχεία''': ἡ, τὸ ὁδηγεῖν ἅρμα, τὸ [[ἔργον]] τοῦ ἡνιόχου, Πλάτ. Γοργ. 516Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Νόμ. 795Α· ἡν. ἁρμάτων Ἡρῳδιαν. 1. 13, 17· - [[καθόλου]], [[κυβέρνησις]], [[διοίκησις]], τῆς μηχανῆς Πλούτ. 2. 966F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de tenir les rênes, de conduire un char ; <i>fig.</i> action de diriger.<br />'''Étymologie:''' [[ἡνιοχεύω]]. | |||
}} | }} |