ἡνιοχεία
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
English (LSJ)
(ἡνιοχία v.l. in Pl.Thg.123d), ἡ, chariot-driving, Id.Grg. 516e, al.: pl., Id.Lg.795a; ἡ. ἁρμάτων Hdn.1.13.8: generally, conduct, management, τῆς μηχανῆς Plu.2.966f.
German (Pape)
[Seite 1172] ἡ, das Zügelhalten, die Lenkung, Plat. Gorg. 516 e u. öfter, auch im plur., Legg. VII, 795 a, u. Sp., wie Hdn. 6, 7, 24.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de tenir les rênes, de conduire un char ; fig. action de diriger.
Étymologie: ἡνιοχεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἡνιοχεία: ἡ тж. pl.
1 искусство управления вожжами (т. е. лошадьми, колесницей) Plat.;
2 управление (τῆς μηχανῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχεία: ἡ, τὸ ὁδηγεῖν ἅρμα, τὸ ἔργον τοῦ ἡνιόχου, Πλάτ. Γοργ. 516Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Νόμ. 795Α· ἡν. ἁρμάτων Ἡρῳδιαν. 1. 13, 17· - καθόλου, κυβέρνησις, διοίκησις, τῆς μηχανῆς Πλούτ. 2. 966F.
Greek Monolingual
η (Α ἡνιοχεία) ηνίοχος
1. το έργο του ηνιόχου, το να οδηγεί κάποιος άρμα με ηνία
2. μτφ. διακυβέρνηση, διαχείριση, χειρισμός («ἡ τῆς μηχανῆς αυτῆς ἡνιοχεία καὶ κυβέρνησις», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἡνιοχεία: ἡ (ἡνιοχέω), οδήγηση του άρματος, το έργο του ηνίοχου, σε Πλάτ.