3,274,915
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαράσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω: ― [[ἀποτέμνω]], ἀντικρὺ δ’ ἀπάραξε [τὴν αἰχμήν] Ἰλ. Π. 116· [[ἀποτέμνω]] καὶ [[ῥίπτω]] [[κάτω]], ἀπήραξεν δὲ [[χαμᾶζε]]… κάρη Ξ. 497· ἀπ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Ἡρόδ. 5. 112· [[κρᾶτα]] βίου Σοφ. Τρ. 1015. 2) [[φονεύω]] ἢ [[ἐκδιώκω]], ἐξολοθρεύω, «ξεπαστρεύω», Λατ. decutere, τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νηὸς Ἡρόδ. 8. 90· τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀπ. Θουκ. 7. 63: ― Παθ. ἀόρ. μετόχ. ἀπαραχθεὶς Διον. Ἁλ. 8. 85. 2) = [[ἀπαλοάω]], ἵδε ἐν λ. [[ἄχρι]]. | |lstext='''ἀπαράσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω: ― [[ἀποτέμνω]], ἀντικρὺ δ’ ἀπάραξε [τὴν αἰχμήν] Ἰλ. Π. 116· [[ἀποτέμνω]] καὶ [[ῥίπτω]] [[κάτω]], ἀπήραξεν δὲ [[χαμᾶζε]]… κάρη Ξ. 497· ἀπ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Ἡρόδ. 5. 112· [[κρᾶτα]] βίου Σοφ. Τρ. 1015. 2) [[φονεύω]] ἢ [[ἐκδιώκω]], ἐξολοθρεύω, «ξεπαστρεύω», Λατ. decutere, τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νηὸς Ἡρόδ. 8. 90· τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀπ. Θουκ. 7. 63: ― Παθ. ἀόρ. μετόχ. ἀπαραχθεὶς Διον. Ἁλ. 8. 85. 2) = [[ἀπαλοάω]], ἵδε ἐν λ. [[ἄχρι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀπαράξω, <i>ao.</i> [[ἀπήραξα]], <i>pf. inus.</i><br />arracher violemment : [[τι]] [[ἀπό]] τινος une chose d’une autre ; [[χαμᾶζε]] IL jeter violemment à terre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀράσσω]]. | |||
}} | }} |