ἀπαράσσω

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰράσσω Medium diacritics: ἀπαράσσω Low diacritics: απαράσσω Capitals: ΑΠΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: aparássō Transliteration B: aparassō Transliteration C: aparasso Beta Code: a)para/ssw

English (LSJ)

Att. ἀπαράττω,
A strike off, ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε [τὴν αἰχμήν] Il.16.116; ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε.. κάρη 14.497; ἀ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Hdt.5.112; κρᾶτα S.Tr.1015 (lyr.).
2 knock or sweep off, τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νεός Hdt.8.90; τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀ. Th.7.63:—Pass., aor. part. ἀπαραχθείς D.H.8.85.
3 crush, ἀπὸ δ' ὀστέον ἄχρις ἄραξε Il.16.324:—Pass., -άσσεται τὴν κεφαλήν J.BJ3.7.23.

Spanish (DGE)

(ἀπᾰράσσω) • Alolema(s): át. -ττω
1 arrebatar de golpe (τὴν αἰχμήν) Il.16.116, τὰ πηδάλια D.C.50.33.6
de pers. arrebatar, barrer τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς ... νεός Hdt.8.90, τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας Th.7.63, cf. D.H.8.19, fig. Clem.Al.Prot.4.61
en v. pas. ser expulsado ἀπὸ τοῦ ὄρους D.H.8.85.
2 de miembros arrancar de golpe, cortar de un tajo ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε ... κάρη Il.14.497, κρᾶτα S.Tr.1015, τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Hdt.5.112
c. tmesis ἀπὸ δ' ὀστέον ἄχρις ἄραξε de un golpe rompió hasta el hueso, Il.6.324
en v. pas. c. ac. de rel. ἀπαράσσεται τὴν κεφαλὴν ὑπὸ τῆς πέτρας fue decapitado por la piedra I.BI 3.245, ὁ δὲ ἀπήρακται τὴν χεῖρα Philostr.Im.2.10.

German (Pape)

[Seite 280] abhauen, Hom. Iliad. 13, 577; 14, 497 ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε κάρη; 16, 116. 324; Her. 5, 112; Soph. Tr. 1011; ἀπό τινος Her. 8, 90; Thuc. 7, 63; Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπαράξω, ao. ἀπήραξα, pf. inus.
arracher violemment : τι ἀπό τινος une chose d'une autre ; χαμᾶζε IL jeter violemment à terre.
Étymologie: ἀπό, ἀράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰράσσω: атт. ἀπᾰράττω
1 срубать, отсекать (σύν πήληκι κάρη Hom.; τοὺς πόδας τινός Her.; κρᾶτα βίου Soph.);
2 сбивать, сбрасывать (τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νηός Her.; ὁπλίτας ἀπὸ τοῦ καταστρώματος Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω: ― ἀποτέμνω, ἀντικρὺ δ’ ἀπάραξε [τὴν αἰχμήν] Ἰλ. Π. 116· ἀποτέμνω καὶ ῥίπτω κάτω, ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε… κάρη Ξ. 497· ἀπ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Ἡρόδ. 5. 112· κρᾶτα βίου Σοφ. Τρ. 1015. 2) φονεύωἐκδιώκω, ἐξολοθρεύω, «ξεπαστρεύω», Λατ. decutere, τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νηὸς Ἡρόδ. 8. 90· τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀπ. Θουκ. 7. 63: ― Παθ. ἀόρ. μετόχ. ἀπαραχθεὶς Διον. Ἁλ. 8. 85. 2) = ἀπαλοάω, ἵδε ἐν λ. ἄχρι.

English (Autenrieth)

only aor. ἀπήραξε, ἀπάραξε: smite off. (Il.)

Greek Monolingual

ἀπαράσσω κ. -ττω (Α) [[[αράσσω]] (-ττω)]
1. κόβω, αποκόβω
2. χτυπώ ή εξολοθρεύω
3. συντρίβω, συνθλίβω.

Greek Monotonic

ἀπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, αποκόπτω, κόβω χτυπώντας και ρίχνω κάτω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· εξολοθρεύω, αφανίζω από το κατάστρωμα του πλοίου, ἀπὸ τῆς νεός, σε Ηρόδ.· ἀπὸ τοῦ καταστρώματος, σε Θουκ.

Middle Liddell

to strike off, cut off, Il., Hdt.: to sweep off from the deck of a ship, ἀπὸ τῆς νηός Hdt.; ἀπὸ τοῦ καταστρώματος Thuc.

Lexicon Thucydideum

deturbare, to thrust down, dislodge, 7.63.1.