εὐανθέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐανθέω''': εἶμαι [[πλήρης]] ἀνθέων, ἀνθῶ, [[θάλλω]], Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 6: μεταφ., ὑπεραυξάνομαι, Ἱππ. 565. 42., 653. 29.
|lstext='''εὐανθέω''': εἶμαι [[πλήρης]] ἀνθέων, ἀνθῶ, [[θάλλω]], Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 6: μεταφ., ὑπεραυξάνομαι, Ἱππ. 565. 42., 653. 29.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir de belles fleurs, être fleuri.<br />'''Étymologie:''' [[εὐανθής]].
}}
}}