λημάω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λημάω''': μόνον κατ’ ἐνεστ.· ([[λήμη]])· - ἔχω λήμην (τσίμπλαν), ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. Προρρ. 101· εἶμαι τσιμπλιάρης, σχεδὸν [[τυφλός]], [[μύωψ]], κοντόφθαλμος, λημῶ κολοκύνταις, ἔχω «τσίμπλαις» ὡς κολοκύνθας τὸ [[μέγεθος]] ([[οὕτως]] ὁ Σαιξπῆρος ῾high-gravel-blind᾿), Ἀριστοφ. Νεφ. 327· λ. καὶ ἀμβλυώττειν Λουκ. Τίμων 2, κτλ.· μεταφ., λ. τὰς φρένας Ἀριστοφ. Πλ. 581· - ἴδε [[ὡσαύτως]] [[χύτρα]] Ι. 3.
|lstext='''λημάω''': μόνον κατ’ ἐνεστ.· ([[λήμη]])· - ἔχω λήμην (τσίμπλαν), ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. Προρρ. 101· εἶμαι τσιμπλιάρης, σχεδὸν [[τυφλός]], [[μύωψ]], κοντόφθαλμος, λημῶ κολοκύνταις, ἔχω «τσίμπλαις» ὡς κολοκύνθας τὸ [[μέγεθος]] ([[οὕτως]] ὁ Σαιξπῆρος ῾high-gravel-blind᾿), Ἀριστοφ. Νεφ. 327· λ. καὶ ἀμβλυώττειν Λουκ. Τίμων 2, κτλ.· μεταφ., λ. τὰς φρένας Ἀριστοφ. Πλ. 581· - ἴδε [[ὡσαύτως]] [[χύτρα]] Ι. 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />avoir les yeux chassieux, <i>d’où</i> faibles.<br />'''Étymologie:''' [[λήμη]].
}}
}}