Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λημάω

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λημάω Medium diacritics: λημάω Low diacritics: λημάω Capitals: ΛΗΜΑΩ
Transliteration A: lēmáō Transliteration B: lēmaō Transliteration C: limao Beta Code: lhma/w

English (LSJ)

only pres., (λήμη) to be bleared, of the eyes, Hp.Prorrh. 2.18; to be blear-eyed or purblind, λημᾶν κολοκύνταις to have one's eyes running pumpkins, Ar.Nu.327, cf. Hsch.; λ. καὶ ἀμβλυώττειν Luc.Tim.2, etc.: metaph., Κρονικαῖς λήμαις λ. τὰς φρένας Ar.Pl. 581.

German (Pape)

[Seite 39] thränende Augen haben, triefäugig sein, ὀφθαλμοὶ λημῶντες, Hippocr.; λημᾷς κολοκύνταις, Unreinigkeiten so groß wie Kürbisse in den Augen haben, so daß man vor ihnen nicht sehen kann, Ar. Nubb. 327, vgl. Plut. 581; λημᾷς καὶ ἀμβλυώττεις vrbdt Luc. Tim. 2, vgl. D. Hort. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

λημῶ :
seul. prés.
avoir les yeux chassieux, d'où faibles.
Étymologie: λήμη.

Russian (Dvoretsky)

λημάω: (только praes.) страдать гноетечением из глаз (λ. καὶ ἀμβλυώττειν Luc.): λ. κολοκύνταις Arph. иметь (чуть ли не) тыквами засоренные глаза, т. е. решительно ничего не видеть; λ. τὰς φρένας Arph. иметь затуманенный разум.

Greek (Liddell-Scott)

λημάω: μόνον κατ’ ἐνεστ.· (λήμη)· - ἔχω λήμην (τσίμπλαν), ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. Προρρ. 101· εἶμαι τσιμπλιάρης, σχεδὸν τυφλός, μύωψ, κοντόφθαλμος, λημῶ κολοκύνταις, ἔχω «τσίμπλαις» ὡς κολοκύνθας τὸ μέγεθος (οὕτως ὁ Σαιξπῆρος ῾high-gravel-blind᾿), Ἀριστοφ. Νεφ. 327· λ. καὶ ἀμβλυώττειν Λουκ. Τίμων 2, κτλ.· μεταφ., λ. τὰς φρένας Ἀριστοφ. Πλ. 581· - ἴδε ὡσαύτως χύτρα Ι. 3.

Greek Monotonic

λημάω: μόνο στον ενεστ., έχω τσίμπλες στα μάτια μου ή έχω θολό βλέμμα, λημᾶν κολοκύνταις, έχει τσίμπλες στα μάτια του ίσες στο μέγεθος με κολοκύθα, σε Αριστοφ.· μεταφ., λημᾶν τὰς φρένας, στον ίδ.

Middle Liddell

λημάω,
to be blear-eyed or purblind, λημᾶν κολοκύνταις to have one's eyes running pumpkins, Ar.: metaph., λημᾶν τὰς φρένας Ar. only in pres.] [from λήμη