καταδιαιτάω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδιαιτάω''': (ἴδε [[διαιτάω]]) ὡς διαιτητὴς [[ἐκφέρω]] κρίσιν [[ἐναντίον]] τινός, ἀντίθετον τῷ [[ἀποδιαιτάω]], ὁ διαιτητὴς οὐ κατεδιῄτα, ἀλλ’ ἀπιὼν ᾤχετο ἀποδιαιτήσας τούτου τὴν δίαιταν Δημ. 1190. 8, πρβλ. 542. 1· οἷός τ’ ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν [[αὐτόθι]] 6, πρβλ. 544. 7., 1013. 21· ἐρήμην καταδιαιτᾶν τινος, παταδικάζειν τινὰ ἐρήμην, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 15. ― Μέσ., καταδιαιτᾶσθαι δίαιτάν τινος, [[ὅταν]] ἐνεργήσῃ τις [[ὥστε]] νὰ ἐκδοθῇ [[ἀπόφασις]] [[ἐναντίον]] τινὸς ἐν διαίτῃ, Λυσ. 172. 38· πρβλ. Reiske εἰς Δημ. 1013. 23., 1272. 9, καὶ ἴδε [[καταδικάζω]].
|lstext='''καταδιαιτάω''': (ἴδε [[διαιτάω]]) ὡς διαιτητὴς [[ἐκφέρω]] κρίσιν [[ἐναντίον]] τινός, ἀντίθετον τῷ [[ἀποδιαιτάω]], ὁ διαιτητὴς οὐ κατεδιῄτα, ἀλλ’ ἀπιὼν ᾤχετο ἀποδιαιτήσας τούτου τὴν δίαιταν Δημ. 1190. 8, πρβλ. 542. 1· οἷός τ’ ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν [[αὐτόθι]] 6, πρβλ. 544. 7., 1013. 21· ἐρήμην καταδιαιτᾶν τινος, παταδικάζειν τινὰ ἐρήμην, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 15. ― Μέσ., καταδιαιτᾶσθαι δίαιτάν τινος, [[ὅταν]] ἐνεργήσῃ τις [[ὥστε]] νὰ ἐκδοθῇ [[ἀπόφασις]] [[ἐναντίον]] τινὸς ἐν διαίτῃ, Λυσ. 172. 38· πρβλ. Reiske εἰς Δημ. 1013. 23., 1272. 9, καὶ ἴδε [[καταδικάζω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καταδιαιτήσω, <i>ao. avec double augm.</i> κατεδιῄτησα, <i>pf.</i> καταδεδιῄτηκα, <i>pqp.</i> καταδεδιῃτήκειν;<br />pf. Pass. καταδεδιῄτημαι;<br />condamner par un jugement arbitral;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταδιαιτάομαι-ῶμαι faire condamner par sentence arbitrale.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[διαιτάω]].
}}
}}