Anonymous

καταδιαιτάω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καταδιαιτήσω, <i>ao. avec double augm.</i> κατεδιῄτησα, <i>pf.</i> καταδεδιῄτηκα, <i>pqp.</i> καταδεδιῃτήκειν;<br />pf. Pass. καταδεδιῄτημαι;<br />condamner par un jugement arbitral;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταδιαιτάομαι-ῶμαι faire condamner par sentence arbitrale.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[διαιτάω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καταδιαιτήσω, <i>ao. avec double augm.</i> κατεδιῄτησα, <i>pf.</i> καταδεδιῄτηκα, <i>pqp.</i> καταδεδιῃτήκειν;<br />pf. Pass. καταδεδιῄτημαι;<br />condamner par un jugement arbitral;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταδιαιτάομαι-ῶμαι faire condamner par sentence arbitrale.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[διαιτάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταδιαιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. -[[δεδιῄτηκα]] (βλ. [[διαιτάω]]), ως [[διαιτητής]] [[κρίνω]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εκδίδω]] [[απόφαση]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδικάζω]] με γεν., σε Δημ. — Παθ., καταδικάζομαι, στον ίδ.
}}
}}