3,273,401
edits
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔορμος''': -ον, ἔχων καλοὺς ὅρμους πρὸς προσόρμισιν πλοίων, ἐν δὲ λιμὴν [[εὔορμος]] Ὀδ. Δ. 358, πρβλ. Ι. 136, Ἰλ. Φ. 23, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 207, Σοφ. Φιλ. 221, κτλ. 2) [[καλῶς]] ἠγκυροβολημένος, «ἀραγμένος», εὐόρμων... πρυμνήσια [[νηῶν]] Ἀνθ. Π. 10. 4. | |lstext='''εὔορμος''': -ον, ἔχων καλοὺς ὅρμους πρὸς προσόρμισιν πλοίων, ἐν δὲ λιμὴν [[εὔορμος]] Ὀδ. Δ. 358, πρβλ. Ι. 136, Ἰλ. Φ. 23, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 207, Σοφ. Φιλ. 221, κτλ. 2) [[καλῶς]] ἠγκυροβολημένος, «ἀραγμένος», εὐόρμων... πρυμνήσια [[νηῶν]] Ἀνθ. Π. 10. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui offre un bon port.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὅρμος]]. | |||
}} | }} |