εὔορμος

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔορμος Medium diacritics: εὔορμος Low diacritics: εύορμος Capitals: ΕΥΟΡΜΟΣ
Transliteration A: eúormos Transliteration B: euormos Transliteration C: eyormos Beta Code: eu)/ormos

English (LSJ)

εὔορμον,
A with good mooring-places, ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος Od.4.358, 9.136, Hes.Sc.207, cf. Il.21.23; γῆ S.Ph.221; εὐορμότατοι λιμένες Ph.2.567.
2 well-moored, εὐόρμων… πρυμνήσια νηῶν AP10.4 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 1085] mit guten Ankerplätzen, λιμήν, Il. 21, 23; Hes. Sc. 207; Eur. Tr. 125 u. sonst; γῆ, Soph. Phil. 221; αἰγιαλοί, Ep. ad. 129 (VI, 24); – νῆες, gut landend, vor Anker gehend, M. Argent. (X, 4).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui offre un bon port.
Étymologie: εὖ, ὅρμος.

Russian (Dvoretsky)

εὔορμος:
1 имеющий хорошую стоянку, удобный для причала (λιμήν Hom., Hes., Eur.; γῆ Soph.; αἰγιαλός Anth.);
2 мор. хорошо пришвартованный (νῆες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔορμος: -ον, ἔχων καλοὺς ὅρμους πρὸς προσόρμισιν πλοίων, ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος Ὀδ. Δ. 358, πρβλ. Ι. 136, Ἰλ. Φ. 23, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 207, Σοφ. Φιλ. 221, κτλ. 2) καλῶς ἠγκυροβολημένος, «ἀραγμένος», εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν Ἀνθ. Π. 10. 4.

English (Autenrieth)

affording good moorage or anchorage, Il. 21.23. (Od.)

Greek Monolingual

εὔορμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλούς όρμους για να αγκυροβολούν τα πλοία («ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος», Ομ. Οδ.)
2. ο αγκυροβολημένος καλά («εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρμος].

Greek Monotonic

εὔορμος: -ον, 1. αυτός που έχει καλά αγκυροβόλια, σε Όμηρ., Σοφ.
2. καλά αγκυροβολημένος, αραγμένος, λέγεται για πλοία, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-ορμος, ον
1. with good mooring-places, Hom., Soph.
2. well-moored, of ships, Anth.

English (Woodhouse)

affording anchorage, with good harbour, with good haven

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)