νεοχειροτόνητος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(6_18)
 
(26)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοχειροτόνητος''': -ον, ὁ νεωστὶ χειροτονηθείς, ἐπὶ ἱερέως, Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 30Ε· ἐπὶ βασιλέως, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασ. Τάξ. 194, 10.
|lstext='''νεοχειροτόνητος''': -ον, ὁ νεωστὶ χειροτονηθείς, ἐπὶ ἱερέως, Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 30Ε· ἐπὶ βασιλέως, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασ. Τάξ. 194, 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοχειροτόνητος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> (για ιερέα) αυτός που χειροτονήθηκε πρόσφατα<br /><b>2.</b> (για βασιλιά) αυτός που ανέβηκε στον θρόνο πρόσφατα.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νεοχειροτόνητος: -ον, ὁ νεωστὶ χειροτονηθείς, ἐπὶ ἱερέως, Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 30Ε· ἐπὶ βασιλέως, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασ. Τάξ. 194, 10.

Greek Monolingual

νεοχειροτόνητος, -ον (Μ)
1. (για ιερέα) αυτός που χειροτονήθηκε πρόσφατα
2. (για βασιλιά) αυτός που ανέβηκε στον θρόνο πρόσφατα.