Καινόν: Difference between revisions

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
(6_22)
 
(18)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Καινόν''': τό, τὸ «νέον [[δικαστήριον]]» ἐν Ἀθήναις, «[[τόπος]] ἐν τῷ δικαστηρίῳ οὕτω λεγόμενος· εἰσὶ δὲ δ΄, Παράβυστος, Καινός, Τρίγωνος, Μέσος» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 120· πρβλ. Richter Προλεγ. σ. 104.
|lstext='''Καινόν''': τό, τὸ «νέον [[δικαστήριον]]» ἐν Ἀθήναις, «[[τόπος]] ἐν τῷ δικαστηρίῳ οὕτω λεγόμενος· εἰσὶ δὲ δ΄, Παράβυστος, Καινός, Τρίγωνος, Μέσος» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 120· πρβλ. Richter Προλεγ. σ. 104.
}}
{{grml
|mltxt=[[Καινόν]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καινός]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

Καινόν: τό, τὸ «νέον δικαστήριον» ἐν Ἀθήναις, «τόπος ἐν τῷ δικαστηρίῳ οὕτω λεγόμενος· εἰσὶ δὲ δ΄, Παράβυστος, Καινός, Τρίγωνος, Μέσος» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 120· πρβλ. Richter Προλεγ. σ. 104.

Greek Monolingual

Καινόν, τὸ (Α)
βλ. καινός.