Καινόν

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Middle Liddell

Kainon, the New Court, at Athens, Ar.

Russian (Dvoretsky)

Καινόν: τό Кенон, т. е. Новое Судилище (в Афинах) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

Καινόν: τό, τὸ «νέον δικαστήριον» ἐν Ἀθήναις, «τόπος ἐν τῷ δικαστηρίῳ οὕτω λεγόμενος· εἰσὶ δὲ δ΄, Παράβυστος, Καινός, Τρίγωνος, Μέσος» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 120· πρβλ. Richter Προλεγ. σ. 104.

Greek Monolingual

Καινόν, τὸ (Α)
βλ. καινός.

Greek Monotonic

Καινόν: τό, το Καινό Δικαστήριο, στην Αθήνα, σε Αριστοφ.