φλεβικός: Difference between revisions

45
(6_11)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλεβικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς [[φλέβα]], εἰς τὰς φλέβας, φλεβ. πόροι, οἱ ὀχετοὶ ἢ ἀγωγοὶ τῶν φλεβῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 13, περὶ Ζῴων Μορ. 2. 1, 21· οἱ πόροι οἱ φλ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 3.
|lstext='''φλεβικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς [[φλέβα]], εἰς τὰς φλέβας, φλεβ. πόροι, οἱ ὀχετοὶ ἢ ἀγωγοὶ τῶν φλεβῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 13, περὶ Ζῴων Μορ. 2. 1, 21· οἱ πόροι οἱ φλ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φλεβικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[φλέβα]] («φλεβικό [[αίμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από φλέβες («φλεβικό [[σύστημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[γεωλογικός]] όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών εκρηξιγενών πετρωμάτων που σχηματίζονται από τη [[διείσδυση]] του μάγματος [[κατά]] [[μήκος]] ρωγμών [[κοντά]] στην [[επιφάνεια]] του εδάφους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φλεβική [[νάρκωση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[φλεβαναισθησία]].
}}
}}